κενεόφρων — empty minded masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενεόφρον — κενεόφρων empty minded masc/fem voc sg κενεόφρων empty minded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενεόφρονα — κενεόφρων empty minded neut nom/voc/acc pl κενεόφρων empty minded masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενεοφρόνων — κενεόφρων empty minded gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενεόφρονες — κενεόφρων empty minded masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενεόφρονι — κενεόφρων empty minded dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεν(ο)- — (ΑΜ κεν[ο] και κενε[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) παρουσιάζει έλλειψη ή ανεπάρκεια («κενανδρία», «κενόσαρκος»), β) είναι άδειο («κεναγγία», «κενοτάφιο»), γ) είναι μεταφορικά άδειο, στερείται περιεχομένου… … Dictionary of Greek
κενεοφροσύνη — κενεοφροσύνη, ἡ (Α) [κενεόφρων] κενοφροσύνη*. ματαιοφροσύνη … Dictionary of Greek
κενόφρων — και κενεόφρων, ὁ (Α) αυτός που ματαιοφρονεί, ανόητος, μωρός, άμυαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. ηδύ φρων, καρτερό φρων] … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek